- ἐλθόντα
- ἔρχομαιiboaor part act neut nom/voc/acc plἔρχομαιiboaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλθόνθ' — ἐλθόντα , ἔρχομαι ibo aor part act neut nom/voc/acc pl ἐλθόντα , ἔρχομαι ibo aor part act masc acc sg ἐλθόντι , ἔρχομαι ibo aor part act masc/neut dat sg ἐλθόντε , ἔρχομαι ibo aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλθόντ' — ἐλθόντα , ἔρχομαι ibo aor part act neut nom/voc/acc pl ἐλθόντα , ἔρχομαι ibo aor part act masc acc sg ἐλθόντι , ἔρχομαι ibo aor part act masc/neut dat sg ἐλθόντε , ἔρχομαι ibo aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
αυτόδιον — αὐτόδιον επίρρ. (Α) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Άπαξ ειρημένη λ. (Οδ. θ. 449), που μπορεί να είναι επίρρ. ή επίθ. στην αιτιατική. Η αρχαία ερμηνεία της λ. είναι «εξ αυτής της οδού ελθόντα (ή εληλυθότα)» με αρχικό τ. *αυθόδιον, ο οποίος έχει υποστεί… … Dictionary of Greek
σύγκληρος — ον, Α 1. αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο 2. αυτός που συνορεύει, γειτονικός («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», Ευρ.) 3. αυτός που έχει την ίδια τύχη με άλλον 4. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλῆρος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φροντίδα — η / φροντίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μέριμνα (α. «έχει αναλάβει τη φροντίδα τού σπιτιού» β. «ἀλλ οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ ὡς τέκνων ἔχω», Ευρ.) 2. ενδιαφέρον, έγνοια 3. ανησυχία, αγωνία, σκοτούρα (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς»,… … Dictionary of Greek